ευπροσηγορία — η (ΑΜ εὐπροσηγορία) [ευπροσήγορος] η προσήνεια, η καταδεκτικότητα … Dictionary of Greek
ευσυγκατάβατος — εὐσυγκατάβατος, ον (Μ) 1. αυτός που συγκαταβαίνει, που δείχνει καταδεκτικότητα και επιείκεια εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσυγκατάβατον η εύκολη συγκατάβαση («τὸ εὐσυγκατάβατόν σου τῆς εὐσεβείας», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ κατα… … Dictionary of Greek
καταδεξοσύνη — η [καταδέχομαι] η καταδεκτικότητα … Dictionary of Greek
καταδεχτικότητα — η βλ. καταδεκτίκότητα … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κοινονοημοσύνη — κοινονοημοσύνη, ἡ (Α) σεβασμός, εκτίμηση προς τα αισθήματα τών άλλων, προσήνεια, καταδεκτικότητα … Dictionary of Greek
μειλιχιότητα — η [μειλίχιος] 1. η ιδιότητα τού μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα 2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια … Dictionary of Greek
προσήνεια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α [προσηνής] ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται» … Dictionary of Greek
συγκατάβαση — η / συγκατάβασις, άσεως, ΝΜΑ [συγκαταβαίνω] 1. επιείκεια, ηπιότητα, συγκατάθεση 2. καταδεκτικότητα, ταπεινοφροσύνη 3. (για τον θεό) μακροθυμία αρχ. 1. κατάβαση, κάθοδος 2. προσφυγή για βοήθεια 3. συνεργασία 4. συμβιβασμός, παραχώρηση … Dictionary of Greek
καταδεχτικότητα — καταδεχτικότητα, η και καταδεκτικότητα, η το να καταδέχεται κανείς τους άλλους: Δείξε λίγη καταδεχτικότητα και όλοι θα σε αγαπήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)