καταδεκτικότητα

καταδεκτικότητα
και καταδεχτικότητα, η
η ύπαρξη μετριοφροσύνης και ανεκτικότητας στον χαρακτήρα, η ευγενική συμπεριφορά ακόμη και σε κατώτερους ή πιο αδύνατους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδεκτικός. Η λ., στον λόγιο τύπο καταδεκτικότης, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευπροσηγορία — η (ΑΜ εὐπροσηγορία) [ευπροσήγορος] η προσήνεια, η καταδεκτικότητα …   Dictionary of Greek

  • ευσυγκατάβατος — εὐσυγκατάβατος, ον (Μ) 1. αυτός που συγκαταβαίνει, που δείχνει καταδεκτικότητα και επιείκεια εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσυγκατάβατον η εύκολη συγκατάβαση («τὸ εὐσυγκατάβατόν σου τῆς εὐσεβείας», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ κατα… …   Dictionary of Greek

  • καταδεξοσύνη — η [καταδέχομαι] η καταδεκτικότητα …   Dictionary of Greek

  • καταδεχτικότητα — η βλ. καταδεκτίκότητα …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • κοινονοημοσύνη — κοινονοημοσύνη, ἡ (Α) σεβασμός, εκτίμηση προς τα αισθήματα τών άλλων, προσήνεια, καταδεκτικότητα …   Dictionary of Greek

  • μειλιχιότητα — η [μειλίχιος] 1. η ιδιότητα τού μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα 2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια …   Dictionary of Greek

  • προσήνεια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α [προσηνής] ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται» …   Dictionary of Greek

  • συγκατάβαση — η / συγκατάβασις, άσεως, ΝΜΑ [συγκαταβαίνω] 1. επιείκεια, ηπιότητα, συγκατάθεση 2. καταδεκτικότητα, ταπεινοφροσύνη 3. (για τον θεό) μακροθυμία αρχ. 1. κατάβαση, κάθοδος 2. προσφυγή για βοήθεια 3. συνεργασία 4. συμβιβασμός, παραχώρηση …   Dictionary of Greek

  • καταδεχτικότητα — καταδεχτικότητα, η και καταδεκτικότητα, η το να καταδέχεται κανείς τους άλλους: Δείξε λίγη καταδεχτικότητα και όλοι θα σε αγαπήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”